- δεξιοῦμαι
- δεξιόομαιgreet with the right handpres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)δεξιόομαιgreet with the right handpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξιούμαι — και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, όομαι) χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω νεοελλ. καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους II (αρχ. φρ. 1 «δεξιοῦμαι θεοῑς» υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς 2. «πυκνὴν ἄμυστιν… … Dictionary of Greek
δεξίωμα — ( ατος), το (Α) [δεξιούμαι] 1. αυτό που πρόθυμα γίνεται δεκτό, το ευπρόσδεκτο 2. το να απλώνεις το δεξί χέρι σε χαιρετισμό, η βεβαίωση ή ένδειξη φιλίας … Dictionary of Greek
δεξίωση — η (AM δεξίωσις) [δεξιούμαι] το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον νεοελλ. 1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση 2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα… … Dictionary of Greek
δεξιωτικός — δεξιωτικός, ή, όν (Μ) [δεξιούμαι] αυτός που είναι κατάλληλος για δεξίωση … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
δεξιώνομαι — βλ. δεξιούμαι … Dictionary of Greek
επιδεξιούμαι — ἐπιδεξιοῦμαι, όομαι (AM) (Μ και ἐπιδεξιώνομαι) [δεξιούμαι] μσν. επιστρατεύω τις δυνάμεις μου αρχ. βρίσκω απόλαυση σε κάτι … Dictionary of Greek
προδεξιούμαι — όομαι, Α (αποθ.) εκφράζω από την αρχή ευχαριστίες για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δεξιοῦμαι «χαιρετίζω, ευχαριστώ»] … Dictionary of Greek